νεητόκος

νεητόκος
νεητόκος, -ον (Α)
βλ. νεοτόκος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νεοτόκος — ο (Α νεοτόκος και νεητόκος, ον) αυτός που γέννησε πρόσφατα («λύκαινα νεοτόκος σπαργῶσα τοὺς μαστούς», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τόκος (< τίκτω), πρβλ. θεο τόκος, τελειο τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”